- ὑπόσκοπος
- ὑπόσκοπος, ον,A looked under, χείρ, of a hand held so as to shade the eyes, A.Fr.339, cf.
σκώψ 2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκώψ 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόσκοπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός, κάτω από την σκιά τού οποίου βλέπει κάποιος 2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκοπος (<… … Dictionary of Greek
ὑπόσκοπον — ὑπόσκοπος looked under masc/fem acc sg ὑπόσκοπος looked under neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANTOMIMUS — Graece Παντόμιμος, in vett. Glossis notare Histrionem dicitur: l. 27. ff. de oper. libert. qui scenicis ludis operam navat: Luciano Παντόμιμοι iidem sunt, qui ὀρχηςταὶ, i. e. saltatores. Vide cum περὶ ὀρχήσεως. Sed priusquam οἰ ὀρχηςταὶ se a… … Hofmann J. Lexicon universale
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek